Αποκληρώνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазбаўляць
Αποκληρώνω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω

αποκληρώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποκληρώνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικός στα λευκορωσικά - эксклюзіўны
  • αποκλειστικότητα στα λευκορωσικά - выключнасць, вынятковасць, выключнасьць
  • αποκολλώ στα λευκορωσικά - адклейвацца, адклейваецца, адклейваюцца, дастала, аблезлымі
  • αποκοπή στα λευκορωσικά - стандарт
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пазбаўляць