Βότανο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трава
Βότανο στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βότανο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • βόρειος στα λευκορωσικά - Паўночная, северная
  • βόσκω στα λευκορωσικά - прагляд, Каментарыі, Каментарыі да
  • βότσαλο στα λευκορωσικά - галька
  • βύθισμα στα λευκορωσικά - праект
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: трава