Δασοκομία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δασοκομία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лясная гаспадарка, лясную гаспадарку, лясной гаспадаркай, распараджаецца лясной гаспадаркай
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασοκομία
εφαρμοσμένη δασοκομία, δασοκομία πόλεων, δασοκομία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δασοκομία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δασμοί στα λευκορωσικά - абавязак, абавязкі, абавязкаў, абавязку
- δασμολόγιο στα λευκορωσικά - тарыф
- δασολογία στα λευκορωσικά - лясная гаспадарка, лясную гаспадарку, лясной гаспадаркай, распараджаецца лясной гаспадаркай
- δασοφύλακας στα λευκορωσικά - рэйнджар, рейнджер
Τυχαίες λέξεις
Δασοκομία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: лясная гаспадарка, лясную гаспадарку, лясной гаспадаркай, распараджаецца лясной гаспадаркай
Μεταφράσεις: лясная гаспадарка, лясную гаспадарку, лясной гаспадаркай, распараджаецца лясной гаспадаркай