Δεσποτικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўладны, уладны, уладарны, загадны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσποτικός
δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δεσποτικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δεσμός στα λευκορωσικά - абавязак, сувязь
- δεσποινίς στα λευκορωσικά - дачка, мадэмуазель, мадмуазэль, мадэмуазэль, фройляйн, паненкай
- δεσπόζω στα λευκορωσικά - ўзвышацца, узвышацца, ўзносіцца, ўздымацца
- δευτερεύων στα λευκορωσικά - другасны, другаснае
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўладны, уладны, уладарны, загадны
Μεταφράσεις: ўладны, уладны, уладарны, загадны