Δικανικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
судовы, судовую, судовая
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δικανικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα λευκορωσικά - справядлівасць, справядлівасьць, справядлівасці
- δικαιώνω στα λευκορωσικά - апраўдваць, апраўдаць, дапускаў апраўдваць, апраўдвала
- δικαστήριο στα λευκορωσικά - кароткi, пакой, двор, суд
- δικαστής στα λευκορωσικά - суддзя, судзьдзя
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: судовы, судовую, судовая
Μεταφράσεις: судовы, судовую, судовая