Δυνατός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, магчымы, магчымую, магчымая, магчымае, патэнцыйны
Δυνατός στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυνατός

δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δυνατός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • δυναμικός στα λευκορωσικά - дынамічны
  • δυνατά στα λευκορωσικά - гучна, моцна, голасна, ўголас
  • δυο στα λευκορωσικά - два, дзве
  • δυσάρεστος στα λευκορωσικά - непрыемны, прыкры, непрыемнае, непрыемную, непрыемная
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: моцны, магчымы, магчымую, магчымая, магчымае, патэнцыйны