Δύναμη στα λευκορωσικά

Μετάφραση: δύναμη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цягнуць, штурхаць, магутнасць
Δύναμη στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύναμη

δύναμη βόλου, δύναμη δημιουργίας, δύναμη ζωής, δύναμη ζωής δούρου, δύναμη laplace, δύναμη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δύναμη στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • δόρυ στα λευκορωσικά - дзіда, дзіду, кап'ё
  • δότης στα λευκορωσικά - донар
  • δύση στα λευκορωσικά - захад, Запад
  • δύσκαμπτος στα λευκορωσικά - жорсткі, цвёрды, цвёрдая, цвёрдую
Τυχαίες λέξεις
Δύναμη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: цягнуць, штурхаць, магутнасць