Εγκαρτέρηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настойлівасць, настойлівасьць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση
εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εγκαρτέρηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εγκαινιάζω στα λευκορωσικά - адчыняць, адкрыты, адкрываць
- εγκαλώ στα λευκορωσικά - вінаваціць, абвінавачваць
- εγκατάλειψη στα λευκορωσικά - адмова, адмову, адмаўленне
- εγκατάσταση στα λευκορωσικά - ўстаноўка, ўсталёўка, усталёўка, устаноўка
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: настойлівасць, настойлівасьць
Μεταφράσεις: настойлівасць, настойлівасьць