Εμπιστεύομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εμπιστεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
давер
Εμπιστεύομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι συνώνυμο, σε εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι στα γαλλικά, εμπιστεύομαι συνώνυμα, εμπιστεύομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμπιστεύομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εμπειρογνώμων στα λευκορωσικά - эксперт, экспэрт
  • εμπιστευτικός στα λευκορωσικά - канфідэнцыйная, канфідэнцыяльная, канфэдэнцыйным, прадметам канфэдэнцыйным
  • εμπιστοσύνη στα λευκορωσικά - упэўненасць, ўпэўненасць, ўпэўненасьць, упэўненасьць, перакананасць
  • εμπλέκομαι στα λευκορωσικά - пытацца, рык, гырканне, рычанне, рыканне, гыркат
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστεύομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: давер