Εξάπλωση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распаўсюджванне, распаўсюд, распаўсюджанне, распаўсюджаньне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπλωση
εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξάπλωση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εξάμηνο στα λευκορωσικά - паўтара, паўтары, Полтора
- εξάνθημα στα λευκορωσικά - сып, сыпь, высыпка
- εξάπτω στα λευκορωσικά - ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць
- εξάρθρωση στα λευκορωσικά - вывіх
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: распаўсюджванне, распаўсюд, распаўсюджанне, распаўсюджаньне
Μεταφράσεις: распаўсюджванне, распаўсюд, распаўсюджанне, распаўсюджаньне