Επιβλέπω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраваць
Επιβλέπω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβλέπω

επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επιβλέπω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • επιβιβάζομαι στα λευκορωσικά - пачынаць, распачынаць, пачаць
  • επιβιβάζω στα λευκορωσικά - пачынаць, распачынаць, пачаць
  • επιβλαβής στα λευκορωσικά - шкодны, вредный, шкодная, шкодныя, шкодную
  • επιβλητικός στα λευκορωσικά - вялікі, ўнушальны, унушальны
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кіраваць