Επικουρικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
філіял, філія
Επικουρικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επικουρικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνώ στα λευκορωσικά - мець зносіны, размаўляць, кантактаваць, камунікаваць, мець стасункі
  • επικουρία στα λευκορωσικά - дапамогу, дапамога
  • επικράτηση στα λευκορωσικά - распаўсюджанасць, распаўсюджанасьць
  • επικρίνω στα λευκορωσικά - крытыкаваць
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: філіял, філія