Ερημίτης στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пустэльнік, самотнік, пустэльнік можа
Ερημίτης στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερημίτης

ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ερημίτης στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ερευνητής στα λευκορωσικά - даследчык, даследнік, дасьледчык
  • ερευνώ στα λευκορωσικά - пытацца, даследаваць, дасьледаваць
  • ερημικός στα λευκορωσικά - пустэльнік, самотнік, пустэльнік можа
  • ερημώνω στα λευκορωσικά - насельніцтва зменшылася, народ паменшаў
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пустэльнік, самотнік, пустэльнік можа