Θεραπεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: θεραπεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лячыць, лекаваць
Θεραπεύω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεραπεύω

θεραπεύω κλίση, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω translated to english, θεραπεύω ετυμολογία, θεραπεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, θεραπεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • θερίζω στα λευκορωσικά - жнива, касіць
  • θεραπεία στα λευκορωσικά - лячэнне, лячэньне
  • θερινός στα λευκορωσικά - лета, гадовы, летні
  • θερμά στα λευκορωσικά - моцна, вельмі, дужа
Τυχαίες λέξεις
Θεραπεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: лячыць, лекаваць