Κατήφεια στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змрок, морак, цемра, цемру, цямрэча
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατήφεια στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα λευκορωσικά - чисты, трымаць
- κατήγορος στα λευκορωσικά - пракурор
- κατήφορος στα λευκορωσικά - ўніз, уніз
- καταβάλλω στα λευκορωσικά - душыць, падаўляць, прыгнятаць
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: змрок, морак, цемра, цемру, цямрэча
Μεταφράσεις: змрок, морак, цемра, цемру, цямрэча