Κατακτώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κατακτώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакараць, скараць, заваёўваць
Κατακτώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακτώ

κατακτώ αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ english, κατακτώ συνώνυμο, κατακτω συνώνυμα, κατακτώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατακτώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατακραυγή στα λευκορωσικά - пратэст
  • κατακτητής στα λευκορωσικά - заваёўнік
  • κατακυρώνω στα λευκορωσικά - збіць, зьбіць
  • κατακόκκινος στα λευκορωσικά - чырвоны, ружовую, Пунсовая, Пунсовенькая
Τυχαίες λέξεις
Κατακτώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пакараць, скараць, заваёўваць