Κεντώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κεντώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вышываць, вышывалі, гафтаваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεντώ
κεντώ σταυροβελονια, πωσ κεντώ, κεντώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κεντώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κεντρίζω στα λευκορωσικά - джала, ціснула, вора
- κεντρικός στα λευκορωσικά - цэнтральны, Цэнтральная, Центральный
- κενό στα λευκορωσικά - пусты, белы, роу, вакуум, вакуўм
- κενός στα λευκορωσικά - пусты, пустата, пустэча, пустота, пуста, пустка
Τυχαίες λέξεις
Κεντώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вышываць, вышывалі, гафтаваць
Μεταφράσεις: вышываць, вышывалі, гафтаваць