Κρεμώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κρεμώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вешаць, вешать
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεμώ
ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο, κρεμώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κρεμώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κρεμιέμαι στα λευκορωσικά - крэм, крем
- κρεμμύδι στα λευκορωσικά - лук, цыбулю, цыбуля
- κρεοπώλης στα λευκορωσικά - мяснік, мясьнік, мясьніком
- κρεπ στα λευκορωσικά - рабіўся ўсё больш упэўнены, мацуе, умацоўваючы, мацуюць
Τυχαίες λέξεις
Κρεμώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вешаць, вешать
Μεταφράσεις: вешаць, вешать