Κωπηλατώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плаваць, каноэ
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κωπηλατώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα λευκορωσικά - іглічны, хвойны, хваёвы
- κωπηλασία στα λευκορωσικά - веславанне, грэбля, грэбля таксама
- κόβω στα λευκορωσικά - скура, бераг, разрываць, раздзіраць, спыняць, раскопваць, парываць
- κόκαλο στα λευκορωσικά - костка, косць, костку, косьць
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: плаваць, каноэ
Μεταφράσεις: плаваць, каноэ