Κόκαλο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κόκαλο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
костка, косць, костку, косьць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόκαλο
κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού, κόκαλο ή κόκκαλο, κόκαλο από ψάρι στο λαιμό, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κόκαλο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κωπηλατώ στα λευκορωσικά - плаваць, каноэ
- κόβω στα λευκορωσικά - скура, бераг, разрываць, раздзіраць, спыняць, раскопваць, парываць
- κόκκινος στα λευκορωσικά - чырвоны, чырвонае, красный
- κόκκος στα λευκορωσικά - пшанiца, нiтка, зярно, збожжа, зерня, зерні
Τυχαίες λέξεις
Κόκαλο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: костка, косць, костку, косьць
Μεταφράσεις: костка, косць, костку, косьць