Λανθασμένος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
няправільна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λανθασμένος
λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λανθασμένος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- λαμπυρίζω στα λευκορωσικά - бляск, блеск
- λανθασμένα στα λευκορωσικά - няправільна, няслушна, неверно, памылкова, недакладна
- λανολίνη στα λευκορωσικά - ланалін
- λαξευτής στα λευκορωσικά - махляр, ашуканец, махляра, шалбер, круцель
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: няправільна
Μεταφράσεις: няправільна