Λεξικό στα λευκορωσικά

Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слоўнік, словарь
Λεξικό στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λεξικό

λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λεξικό στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • λεμφικός στα λευκορωσικά - лімфатычны, лімфатычных
  • λεμόνι στα λευκορωσικά - цытрына, лімон, цытрыну
  • λεξιλόγιο στα λευκορωσικά - слоўнік, словарь
  • λεονταρισμοί στα λευκορωσικά - бушуючы, бушуе, што бушуе, які бушуе, сусветны фінансавы
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: слоўнік, словарь