Μανιβέλα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μανιβέλα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзяржальня, рукаятка, ручка, тронак
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιβέλα
μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα, μανιβέλα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μανιβέλα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μανιακός στα λευκορωσικά - маньяк, маньяка
- μανιασμένος στα λευκορωσικά - дзіка
- μανικέτι στα λευκορωσικά - абшэўка
- μανιτάρι στα λευκορωσικά - бросня, грыб
Τυχαίες λέξεις
Μανιβέλα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дзяржальня, рукаятка, ручка, тронак
Μεταφράσεις: дзяржальня, рукаятка, ручка, тронак