Νεύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: νεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ківок, кіў
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύω
νεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, νεύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- νεότητα στα λευκορωσικά - моладзь
- νεύρο στα λευκορωσικά - нерв, неру, нерва, нэрв
- νημάτιο στα λευκορωσικά - нiтка, нітка, нітку, ніць
- νηνεμία στα λευκορωσικά - зацішша, зацішак, зацішку
Τυχαίες λέξεις
Νεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ківок, кіў
Μεταφράσεις: ківок, кіў