Οικιστής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οικιστής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасяленец
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιστής
οικιστής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οικιστής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οικιακός στα λευκορωσικά - сям'я, семья
- οικισμός στα λευκορωσικά - пасёлак, мястэчка, вёска, поселок
- οικιστικός στα λευκορωσικά - жылы, жылой, жылога, жылай
- οικογένεια στα λευκορωσικά - сям'я, семья
Τυχαίες λέξεις
Οικιστής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пасяленец
Μεταφράσεις: пасяленец