Ολική στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агульны, агульную, агульная
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολική
ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ολική στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ολίσθημα στα λευκορωσικά - слізгаценне, слізганне
- ολιγολογία στα λευκορωσικά - маўклівасць
- ολικός στα λευκορωσικά - поуны, агульны, агульную, агульная
- ολισθηρός στα λευκορωσικά - слізкі, сьлізкі
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: агульны, агульную, агульная
Μεταφράσεις: агульны, агульную, агульная