Οργή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οργή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязковасьць, лютасьць, лютасць, ярасць, лютасьці, шаленства
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργή
οργή «λαού» στα social media για τον αρραβώνα σπυροπούλου-κοντομηνά, οργή συνωνυμα, οργή μόσχας για αθήνα, οργή ονειροκρίτης, οργή (1962), οργή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οργή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ορατότητα στα λευκορωσικά - бачнасць, бачнасьць
- οργάνωση στα λευκορωσικά - арганізацыя, арганізацыі
- οργίλος στα λευκορωσικά - запальчывы, гарачы, магу пагарачыцца, пагарачыцца
- οργανίστας στα λευκορωσικά - арганіст
Τυχαίες λέξεις
Οργή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абавязковасьць, лютасьць, лютасць, ярасць, лютасьці, шаленства
Μεταφράσεις: абавязковасьць, лютасьць, лютасць, ярасць, лютасьці, шаленства