Πεινασμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галодны, галодныя
Πεινασμένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πεινασμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα λευκορωσικά - дысцыпліна, дысцыпліны
  • πειθώ στα λευκορωσικά - перакананне, перакананьне, упэўненасць, перакананасць
  • πεινώ στα λευκορωσικά - голад, голаду
  • πειράζω στα λευκορωσικά - дражніць, цвяліць, Дражняць, дражніцца
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: галодны, галодныя