Περιορίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмяжоўваць, абмежаваць
Περιορίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορίζω

περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, περιορίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικά στα λευκορωσικά - перыядычна, пэрыядычна
  • περιοδικό στα λευκορωσικά - магазын, часопіс, журнал
  • περιορισμένος στα λευκορωσικά - абмежаваны, абмежаванае
  • περιορισμός στα λευκορωσικά - абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абмяжоўваць, абмежаваць