Περιορισμός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні
Περιορισμός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, περιορισμός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα λευκορωσικά - абмяжоўваць, абмежаваць
  • περιορισμένος στα λευκορωσικά - абмежаваны, абмежаванае
  • περιουσία στα λευκορωσικά - добра, ўласцівасць, уласцівасць
  • περιοχή στα λευκορωσικά - вобласць, вобласьць
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні