Πρήξιμο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πρήξιμο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пухліна, пухліну
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρήξιμο
πρήξιμο ματιών, πρήξιμο στο στήθος, πρήξιμο στήθους, πρήξιμο στο χέρι, πρήξιμο στην εγκυμοσύνη, πρήξιμο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πρήξιμο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πρέσβης στα λευκορωσικά - пасол, амбасадар, амбасадарка
- πρήζω στα λευκορωσικά - надзімацца, раздуваць, раздзімацца
- πρίγκιπας στα λευκορωσικά - прынц
- πρίζα στα λευκορωσικά - разетка, розетка
Τυχαίες λέξεις
Πρήξιμο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пухліна, пухліну
Μεταφράσεις: пухліна, пухліну