Πυκνωτής στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кандэнсатар, кандэнсатараў, конденсатор
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνωτής
πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πυκνωτής στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πυγμαίος στα λευκορωσικά - карлікавы, карлікавых
- πυγμαχώ στα λευκορωσικά - лонжерон
- πυκνός στα λευκορωσικά - грубы, каржакаваты, камлюкаваты, прысадзісты, каржакаватая, каранасты
- πυκνότητα στα λευκορωσικά - шчыльнасць, шчыльнасьць
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кандэнсатар, кандэнсатараў, конденсатор
Μεταφράσεις: кандэнсатар, кандэнсатараў, конденсатор