Πυκνώνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: πυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згушчацца, гусцець, згушчаюцца
Πυκνώνω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνώνω

πυκνώνω αντώνυμο, πυκνώνω ετυμολογία, πυκνώνω συνωνυμο, πυκνώνω συνώνυμο, πυκνώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πυκνώνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • πυκνός στα λευκορωσικά - грубы, каржакаваты, камлюкаваты, прысадзісты, каржакаватая, каранасты
  • πυκνότητα στα λευκορωσικά - шчыльнасць, шчыльнасьць
  • πυξίδα στα λευκορωσικά - компас
  • πυρήνας στα λευκορωσικά - сэрца, ядро
Τυχαίες λέξεις
Πυκνώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: згушчацца, гусцець, згушчаюцца