Σκαλίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абрабiць, ўнікаць у, унікаць у, паглыбляцца ў
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαλίζω
σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σκαλίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σκίτσο στα λευκορωσικά - эскіз
- σκαθάρι στα λευκορωσικά - жук
- σκαλιστήρι στα λευκορωσικά - бульбачка, бульба, картошка, картопля, бульбу
- σκαλωσιά στα λευκορωσικά - будаўнічыя
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абрабiць, ўнікаць у, унікаць у, паглыбляцца ў
Μεταφράσεις: абрабiць, ўнікаць у, унікаць у, паглыбляцца ў