Σταθμός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σταθμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вакзал, пошта, плошта, станцыя
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταθμός
σταθμός λιοσίων, σταθμός εμπορευματοκιβωτίων πειραιά (σεπ α.ε.), σταθμός λιοσίων χάρτης, σταθμός πελοποννήσου, σταθμός της εκκλησίας της ελλάδος, σταθμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σταθμός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σταθερότητα στα λευκορωσικά - стабільнасць, стабільнасьць
- σταθμίζω στα λευκορωσικά - ўзважаны, узважаны, абдуманы
- σταλάζω στα λευκορωσικά - струменьчык, струмень, цурок, струйка, клубочак
- σταματώ στα λευκορωσικά - стоп, ступняў
Τυχαίες λέξεις
Σταθμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вакзал, пошта, плошта, станцыя
Μεταφράσεις: вакзал, пошта, плошта, станцыя