Συλλέκτης στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συλλέκτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калектар
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλέκτης
συλλέκτης κενού, συλλέκτης υγρασίας, συλλέκτης κοπράνων, συλλέκτης υγρασίας uhu, συλλέκτης θέρμανσης τζακιού, συλλέκτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συλλέκτης στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συκώτι στα λευκορωσικά - печань, пячонка, пячонку
- συλλέγω στα λευκορωσικά - узяць, збіраць, зьбіраць
- συλλαβή στα λευκορωσικά - склад, слог
- συλλαβίζω στα λευκορωσικά - пагода, syllabize
Τυχαίες λέξεις
Συλλέκτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: калектар
Μεταφράσεις: калектар