Συνήγορος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адвакат, адвакатка
Συνήγορος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνήγορος

συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνήγορος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συνέταιρος στα λευκορωσικά - партнёр, партнэр
  • συνέχεια στα λευκορωσικά - бесперапыннасць, непарыўнасць
  • συνήθεια στα λευκορωσικά - звычка, прывычка
  • συνήθης στα λευκορωσικά - звычайна, правіла, як правіла
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адвакат, адвакатка