Σύντροφος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жонка, спадарожнік
Σύντροφος στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σύντροφος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα λευκορωσικά - рана, ахвотна, хутка, неўзабаве, скоро, скора
  • σύντομος στα λευκορωσικά - рана, кароткi, ахвотна, кароткае, кароткі, кароткая
  • σύριγγα στα λευκορωσικά - шпрыц, шпрыцам
  • σύρμα στα λευκορωσικά - нiтка, провад, провод, дрот
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жонка, спадарожнік