Φρίκη στα λευκορωσικά

Μετάφραση: φρίκη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жах, ужас, страх, жудасьць
Φρίκη στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρίκη

φρίκη στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, φρίκη πέρασε λουκέτο στα γεννητικά όργανα της συζύγου του, φρίκη δείτε με τι ζούσε στον καναπέ του για μήνες, φρίκη στη τυνησία έσφαξαν πολίτη που βαπτίστηκε χριστιανός, φρίκη στην άρτα αλβανοί βίασαν ανήλικη μπροστά στον πατέρα της, φρίκη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φρίκη στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • φρένο στα λευκορωσικά - тормаз, тормоз
  • φρέσκος στα λευκορωσικά - новы, свежы, свежае, слабы, умераны, лёгкі
  • φραγμός στα λευκορωσικά - зачыняць, шлагбаум, бар'ер, барер
  • φραστικά στα λευκορωσικά - вусна, вуснова
Τυχαίες λέξεις
Φρίκη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жах, ужас, страх, жудасьць