Χειροκροτώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: χειροκροτώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апладзіраваць, апладыраваць, пляскаць у далоні, апладаваць, пляскаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειροκροτώ
χειροκροτώ ετυμολογια, χειροκροτώ κλίση, χειροκροτώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, χειροκροτώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- χειριστής στα λευκορωσικά - аператар, апэратар
- χειροβομβίδα στα λευκορωσικά - граната, гранату
- χειροκρότημα στα λευκορωσικά - бавоўна, бавоўну, хлопок, воплеск, бавоўны
- χειρονομία στα λευκορωσικά - жэст
Τυχαίες λέξεις
Χειροκροτώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: апладзіраваць, апладыраваць, пляскаць у далоні, апладаваць, пляскаць
Μεταφράσεις: апладзіраваць, апладыраваць, пляскаць у далоні, апладаваць, пляскаць