Άντληση στα λιθουανικά
Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siurbimo, siurblinės, sausinimo, pumpavimo, išsiurbimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άντληση
άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, άντληση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- άνομος στα λιθουανικά - nežabotas, nelegaliomis, Samowolny, Anarchiczny, Ne paklūsta įstatymams
- άνοστος στα λιθουανικά - neapsisprendęs, Lurowaty, blankus, išskydęs, Neizteiksmīgs
- άντρας στα λιθουανικά - vyrukas, vaikinas, vyras, žmogus, vyro, moteris
- άντρο στα λιθουανικά - ola, urvas, Cavern, Pieczara, didelis urvas
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: siurbimo, siurblinės, sausinimo, pumpavimo, išsiurbimo
Μεταφράσεις: siurbimo, siurblinės, sausinimo, pumpavimo, išsiurbimo