Ακονίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti
Ακονίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακονίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα λιθουανικά - šis, kitas, medžioklė, seka, sekos, eilės, seką
  • ακολουθώ στα λιθουανικά - sekti, palydėti, vytis, laikytis, atlikite, vadovautis, stebėti
  • ακουμπώ στα λιθουανικά - liesti, paliesti, palieskite, prisiliesti, nelieskite
  • ακουστική στα λιθουανικά - akustika, akustiką, akustinės, akustikos, akustinės sistemos
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti