Αμάξωμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμάξωμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
važiuoklė, Važiuoklės, šasi, šasi su, chassis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμάξωμα
αμάξωμα σασί, κινητό αμάξωμα, αμάξωμα αυτοκινήτου, αυτοφερόμενο αμάξωμα, αμάξωμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμάξωμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμάθεια στα λιθουανικά - nežinojimas, neišmanymas, nežinojimo, ignoravimas, jos nežinojo
- αμάλγαμα στα λιθουανικά - amalgama, apjungiančią, metalo lydinių su gyvsidabriu, amalgamos, amalgamų
- αμάραντος στα λιθουανικά - burnočio, Amarantas, burnočiai, Amarantą, Amaranth
- αμέθυστος στα λιθουανικά - ametistas, Amethyst, ametisto
Τυχαίες λέξεις
Αμάξωμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: važiuoklė, Važiuoklės, šasi, šasi su, chassis
Μεταφράσεις: važiuoklė, Važiuoklės, šasi, šasi su, chassis