Αμείβω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsimokėti, atmokėti, gauti atpildą, atsilygini, atlyginsiu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμείβω
αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμείβω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμβλύς στα λιθουανικά - atšipęs, bukas, nuobodus, niūrus, pilkas
- αμβροσία στα λιθουανικά - ambrozija, Ambrosia, Dievą maistas, Bičių duona, ambrozijos
- αμελητέος στα λιθουανικά - nereikšmingas, nežymus, nereikšminga, nereikšmingu, nedidelė
- αμελώ στα λιθουανικά - taupyti, šykštauti, Sknerzyć, numažinti
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atsimokėti, atmokėti, gauti atpildą, atsilygini, atlyginsiu
Μεταφράσεις: atsimokėti, atmokėti, gauti atpildą, atsilygini, atlyginsiu