Αμύνομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apginti, ginti, gina, apsaugoti, gintis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμύνομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα λιθουανικά - priekalas, ir priekalą, priekalą, priekalo, anvil
- αμύγδαλο στα λιθουανικά - migdolas, migdolų, Almond, migdolo
- αν στα λιθουανικά - jei, jeigu, ar
- ανά στα λιθουανικά - už, per, svarbūs, vienam
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apginti, ginti, gina, apsaugoti, gintis
Μεταφράσεις: apginti, ginti, gina, apsaugoti, gintis