Ανέγερση στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statinys, konstrukcija, struktūra, statyba, sandara, erekcija, montavimas, statymas, erekcijos, erekciją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανέγερση
ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανέγερση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανάφλεξη στα λιθουανικά - degimas, uždegimas, uždegimo, užsidegimo, uždegimu
- ανάχωμα στα λιθουανικά - bankas, šūsnis, rietuvė, krantas, krūva, piliakalnis, piliakalnio, ...
- ανέκδοτο στα λιθουανικά - anekdotas, anekdotą, Anecdote, Anegdota, Anekdote
- ανέκφραστος στα λιθουανικά - Tyliai vaizdas, bejausmė, Iš kamienną mina, Nejudančio asmuo, kamienną mina
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: statinys, konstrukcija, struktūra, statyba, sandara, erekcija, montavimas, statymas, erekcijos, erekciją
Μεταφράσεις: statinys, konstrukcija, struktūra, statyba, sandara, erekcija, montavimas, statymas, erekcijos, erekciją