Αναβλύζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αναβλύζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šulinys, gerai, plūstelėti, prapliupti, trykšti, kliokti, pliūptelėti
Αναβλύζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβλύζω

αναβλύζω λεξικό, αναβλύζω αοριστος, αναβλύζω συνώνυμο, αναβλύζω συνώνυμα, αναβλύζω βικιλεξικο, αναβλύζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναβλύζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αναβαθμίζω στα λιθουανικά - patobulinti, atnaujinti, atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinimą
  • αναβιώνω στα λιθουανικά - atgaivinti, atnaujinti, atgaivins, atkurti, gaivinti
  • αναβολή στα λιθουανικά - atidėjimas, atidėjimo, atidėtas, atidedamas, atidėtas terminas
  • αναβοσβήνω στα λιθουανικά - akimirka, mirksėti, mirksės, Blink, mirksìti, mirksėjimo
Τυχαίες λέξεις
Αναβλύζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šulinys, gerai, plūstelėti, prapliupti, trykšti, kliokti, pliūptelėti