Ανοσία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοσία
ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανοσία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανοξείδωτος στα λιθουανικά - nerūdijantis, nerūdijančio, iš nerūdijančio, nerūdijančiojo, stainless
- ανοράκ στα λιθουανικά - striukės su gobtuvais, striukės, striukėms su gobtuvais, anoraks, siltajām vējjakām
- ανοχή στα λιθουανικά - tolerancija, tolerancijos, nuokrypis, toleranciją, leistinas nuokrypis
- ανούσιος στα λιθουανικά - neskanus, beskonis, beskonį dalyką, nemalonus, bjaurus
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu
Μεταφράσεις: imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu