Αστυνόμος στα λιθουανικά

Μετάφραση: αστυνόμος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
policininkas, maršalka, maršalas, ceremonmeisteris, iškilmingai palydėti, gaisrininkų komandos viršininkas
Αστυνόμος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυνόμος

αστυνόμος α, αστυνόμος μπαλούρδος, αστυνόμος σαίνης, αστυνόμος πέπε, αστυνόμος μπέκας, αστυνόμος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αστυνόμος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομία στα λιθουανικά - policija, policijos, policijai, policiją
  • αστυνομεύω στα λιθουανικά - policija, Policija, policijos, policijos pajėgomis, Kontrolė, Tvarkos
  • αστυφύλακας στα λιθουανικά - policininkas, konsteblis, Constable, konsteblio, konsteblė
  • αστός στα λιθουανικά - Mieszczanin, Townsman
Τυχαίες λέξεις
Αστυνόμος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: policininkas, maršalka, maršalas, ceremonmeisteris, iškilmingai palydėti, gaisrininkų komandos viršininkas