Βέλος στα λιθουανικά
Μετάφραση: βέλος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rodyklė, strėlė, šaudyti, arrow, rodyklę, rodyklių
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βέλος
βέλοσ του χρόνου, βέλος ευβοίας, βέλος πλούταρχος στίχοι, βέλος στα αγγλικά, βέλοσ κορινθίασ, βέλος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βέλος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βέβαια στα λιθουανικά - žinia, žinoma, Be abejo
- βέβαιος στα λιθουανικά - tikras, tikrai, tikri, Ar tikrai
- βέργα στα λιθουανικά - strypas, lazda, vytelė, withe, vytinė
- βέσπα στα λιθουανικά - motoroleris, motoroleriai, motorolerių, scooter, paspirtukas
Τυχαίες λέξεις
Βέλος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rodyklė, strėlė, šaudyti, arrow, rodyklę, rodyklių
Μεταφράσεις: rodyklė, strėlė, šaudyti, arrow, rodyklę, rodyklių